διατρύγιος

διατρύγιος
δια-τρύγιος (τρύγη): bearing (strictly, ‘to be gathered’) in succession, Od. 24.342†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατρύγιος — διατρύγιος, ον (Α) [τρυγώ] επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.) …   Dictionary of Greek

  • διατρύγιος — bore grapes in succession masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρύγιον — διατρύγιος bore grapes in succession masc/fem acc sg διατρύγιος bore grapes in succession neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρυγίους — διατρύγιος bore grapes in succession masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”